- καλογερεύω
- αμετ.1) быть, становиться монахом, монашествовать; 2) перен. вести монашеский образ жизни, жить анахоретом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλογερεύω — καλογερεύω, καλογέρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλογερεύω — και καλογηρεύω (Μ καλογηρεύω) [καλόγερος] 1. είμαι ή γίνομαι καλόγερος ή καλόγρια, φέρω το μοναχικό σχήμα 2. ζω μοναχική ζωή ή μένω ανύπαντρος («ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου») … Dictionary of Greek
καλογερεύω — καλογέρεψα, είμαι ή γίνομαι καλόγερος: Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλογηρεύω — (Μ καλογηρεύω) βλ. καλογερεύω … Dictionary of Greek
ξεκαλογερεύω — 1. αφαιρώ από κάποιον την ιδιότητα τού μοναχού 2. παύω να είμαι μοναχός και γίνομαι λαϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλογερεύω] … Dictionary of Greek
μονάζω — μόνασα, μένω ή ζω σε απομόνωση, καλογερεύω: Μετά το θάνατο του παιδιού της μόνασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)